- υπίστημι
- Αβλ. ὑφίστημι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
υφίστημι — ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α βλ. υφίσταμαι … Dictionary of Greek